Αθήνα 1890
Αρχείο Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος
Της κουμπάρας που έγινε νύφη
Μια κόρη κάνταν κ' ύφαινε και λιανοτραγουδούσε
κι ένα πουλί, χρυσό πουλί, πα' στο ξυλόχτενό της.
-”Εσύ, κόρη μου, τραγουδείς, φαίνεις, νυφανταρίζεις,
και ο καλός σ' παντρεύεται, άλλη γυναίκα παίρνει,
κι εσένα σ' εκαλέσανε, συντέκνισσα να γένεις”.
Τρέχει και παν' στη μάνα της δάκρυα φορτωμένη.
-”Τ' έχεις, κόρη μ', και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις;”
-”Μάνα μ', καλός μ' παντρεύγεται, άλλη γυναίκα παίρνει
κι εμένα μ' εκαλέσανε, να πα' να στεφανώσω”.
-”Σαν έχεις πόδια να σταθείς και μέση να λυγίσεις,
σαν έχεις σίδερο καρδιά, στέφανα να φιλήσεις,
να στεφανώσεις πήγαινε, συντέκνισσα να γίνεις”.
Έκατσε και στολίστηκε 'πο το πουρνό ως το γιόμα.
Βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και τον καθάριο αυγερινό τον βάνει δαχτυλίδι,
τον άμμο τον αμέτρητο τον βαν' μαργαριτάρια
παίρνει τις σκλάβες απ' εμπρός και στη χαρά παγαίνει.
Χάνει παπάς τα γράμματα κι ο διάκος τα χαρτιά του
και τα μικρά διακόπουλα χάσαν τα λογικά τους.
-”Ψέλνε, παπά, ως έψελνες, διάκε, ως καλονάρχας,
κι εσείς μικρά διακόπουλα, 'λάτε στα λογικά σας.
Παπά μ', αν είσαι χριστιανός και ξέρεις απ' αγάπη,
για σήκωσε τα στέφανα και βάλ'τα στην κουμπάρα”.
Πηγή: Ν. Γ. Πολίτης, Δημοτικά Τραγούδια. Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, 1958
Αρχείο Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος
Της κουμπάρας που έγινε νύφη
Μια κόρη κάνταν κ' ύφαινε και λιανοτραγουδούσε
κι ένα πουλί, χρυσό πουλί, πα' στο ξυλόχτενό της.
-”Εσύ, κόρη μου, τραγουδείς, φαίνεις, νυφανταρίζεις,
και ο καλός σ' παντρεύεται, άλλη γυναίκα παίρνει,
κι εσένα σ' εκαλέσανε, συντέκνισσα να γένεις”.
Τρέχει και παν' στη μάνα της δάκρυα φορτωμένη.
-”Τ' έχεις, κόρη μ', και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις;”
-”Μάνα μ', καλός μ' παντρεύγεται, άλλη γυναίκα παίρνει
κι εμένα μ' εκαλέσανε, να πα' να στεφανώσω”.
-”Σαν έχεις πόδια να σταθείς και μέση να λυγίσεις,
σαν έχεις σίδερο καρδιά, στέφανα να φιλήσεις,
να στεφανώσεις πήγαινε, συντέκνισσα να γίνεις”.
Έκατσε και στολίστηκε 'πο το πουρνό ως το γιόμα.
Βάνει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και τον καθάριο αυγερινό τον βάνει δαχτυλίδι,
τον άμμο τον αμέτρητο τον βαν' μαργαριτάρια
παίρνει τις σκλάβες απ' εμπρός και στη χαρά παγαίνει.
Χάνει παπάς τα γράμματα κι ο διάκος τα χαρτιά του
και τα μικρά διακόπουλα χάσαν τα λογικά τους.
-”Ψέλνε, παπά, ως έψελνες, διάκε, ως καλονάρχας,
κι εσείς μικρά διακόπουλα, 'λάτε στα λογικά σας.
Παπά μ', αν είσαι χριστιανός και ξέρεις απ' αγάπη,
για σήκωσε τα στέφανα και βάλ'τα στην κουμπάρα”.
Πηγή: Ν. Γ. Πολίτης, Δημοτικά Τραγούδια. Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, 1958